πρήξις

πρήξις
-ήξεως, ἡ, Α
ιων. τ. βλ. πράξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρῆξις — πρᾶξις doing fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …   Dictionary of Greek

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • πρηξών — όνος, ὁ, Μ αγοραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το πρῆξις, ιων. τ. τού πρᾶξις με επίθημα ών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”